- ικανοποιημένος
- η , ο[ν] удовлетворённый, довольный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ικανοποιώ — ικανοποίησα, ικανοποιήθηκα, ικανοποιημένος 1. εκπληρώνω ανάγκες ή απαιτήσεις ή επιθυμίες κάποιου: Ικανοποιώ τα αιτήματα των εργαζομένων. – Ικανοποίησε τη δίψα του για μάθηση. 2. αποζημιώνω, ανταμείβω κόπους, επανορθώνω αδικία: Ικανοποιώ τους… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άμεμπτος — η, ο (Α ἄμεμπτος, ον) [μεμπτός] (με παθητική σημασία) αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν μεμφθεί, να τόν κατηγορήσει, ανεπίληπτος, αψεγάδιστος αρχ. 1. ο τέλειος στο είδος του 2. (με ενεργητική σημασία) αυτός που δεν μέμφεται, δεν κατηγορεί, δεν… … Dictionary of Greek
απαρκώ — ἀπαρκῶ ( έω) (Α) 1. επαρκώ, φθάνω 2. είμαι ικανοποιημένος, συμφωνώ … Dictionary of Greek
αυτάρεσκος — η, ο (AM αὐτάρεσκος, ον) [αρέσκω] ο ικανοποιημένος με τον εαυτό του, αυτός που αυτοθαυμάζεται μσν. εγωιστικός … Dictionary of Greek
αυτοϊκανοποίηση — η 1. το να είναι κανείς ικανοποιημένος από τον εαυτό του, τις επιδόσεις του ή τις ενέργειές του 2. αυνανισμός … Dictionary of Greek
εξαρκώ — (AM ἐξαρκώ, έω) 1. (για πράγμ.) είμαι αρκετός, επαρκώ, φτάνω («ὁ βίος μοι δοκεῑ τῷ μήκει τοῡ λόγου οὐκ ἐξαρκεῑν, Πλάτ.) 2. απρόσ. είναι αρκετό, «φθάνει», αρκεί («ἐξήρκει ἡμῑν... ἡσυχίην ἄγειν», Ηρόδ.) 3. (για πρόσ.) αντέχω σε κάτι, είμαι αρκετά… … Dictionary of Greek
επαναπαύομαι — (AM ἐπαναπαύω και ἐπαναπαύομαι) μέσ. βασίζομαι, στηρίζω τις ελπίδες μου («επαναπαύεται στις υποσχέσεις τού υπουργού») νεοελλ. 1. εφησυχάζω, απαλλάσσομαι από κάθε μέριμνα ή ανησυχία 2. τό ρίχνω έξω (επειδή στηρίζομαι σε άλλους) μσν. ενεργ. 1.… … Dictionary of Greek
ευάρεστος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο μάρτυς. Βλ. λ. Μάρτυρες δέκα εν Κρήτη. 2. Ο όσιος. Καταγόταν από επίσημη οικογένεια της Γαλατίας. Ήταν ασκητής της Μονής Στουδίου επί Λέοντα E’ του Αρμένιου. Η μνήμη του τιμάται στις 26 Δεκεμβρίου.… … Dictionary of Greek
ευαρέστηση — η (Α εὐαρέστησις) [ευαρεστώ] 1. το να είναι κάποιος ευάρεστος, ευχάριστος σε κάποιον («πρὸς τὴν κοινὴν εὐαρέστησιν», Διον. Αλ.) 2. το να είναι κάποιος ευχαριστημένος ή ικανοποιημένος, η ευαρέσκεια, η ικανοποίηση, το καλοκάρδισμα αρχ. 1. εύνοια… … Dictionary of Greek
ευαρεστώ — (ΑΜ εὐαρεστῶ, έω) [ευάρεστος] 1. είμαι ευάρεστος, προκαλώ ευαρέσκεια, ευχαριστώ, ικανοποιώ κάποιον 2. (μέσ. και παθ.) ευαρεστούμαι είμαι ευχαριστημένος, ικανοποιημένος, δοκιμάζω ευχαρίστηση νεοελλ. μέσ. ευαρεστούμαι (για αιτήσεις, αναφορές ή σε… … Dictionary of Greek
ευτυχής — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Υπήρξε μαθητής του Ιωάννη του Θεολόγου. Η μνήμη του τιμάται στις 24 Αυγούστου. 2. Επίσκοπος Μελιτινής. Η μνήμη του τιμάται στις 28 Μαΐου. II (Κωνσταντινούπολη 378 – 454; μ.Χ.). Ιδρυτής της αίρεσης… … Dictionary of Greek